- οξύαυλος
- Πνευστό μουσικό όργανο με διπλή γλωττίδα που ονομάζεται και οξυβόας. Αντιστοιχεί προς το όμποε. Ήδη από την αρχαιότητα ήταν γνωστό στους Έλληνες και στους Αιγυπτίους και ανήκε στην κατηγορία των αυλών. Χρησιμοποιήθηκε και πάλι κατά τον Μεσαίωνα και τον 17o αι. αποτελούσε όργανο της ορχήστρας. Είναι κατάλληλο για την εκτέλεση λαϊκής και εκκλησιαστικής μουσικής. Ο Χάυντν, ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν χρησιμοποίησαν τον ο. ως κύριο όργανο στις συμφωνίες τους. Ο Γκλουκ τον χρησιμοποίησε στα έργα του Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Ιφιγένεια, Άλκηστις κλπ. Το όργανο αυτό χρησιμοποιήθηκε και στους νεότερους χρόνους.
* * *ομουσ. είδος ξύλινου πνευστού μουσικού οργάνου, το όμποε.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + αυλός, απόδοση στην ελλ. τού ιταλ. oboe (βλ. λ. όμποε). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].
Dictionary of Greek. 2013.